φρᾱτριᾱτικός

φρᾱτριᾱτικός
φρᾱτριᾱτικός, das lat. curiatus; νόμος φρατριατικός, lex curiata

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φρατριατικός — ή, όν, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην φράτρα* 2. φρ. «φρατριατικός νόμος» νόμος που θεσπιζόταν από την φράτρα* (Δίων Κασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φράτρα / φρατρία + κατάλ. ια τικός(βλ. λ. ικός)] …   Dictionary of Greek

  • φρατριακός — ή, όν, Α [φράτρα / φρατρία] φρατριατικός* …   Dictionary of Greek

  • φρατριαστικός — ή, όν, Μ [φρατριαστής] φρατριατικός* …   Dictionary of Greek

  • φρατρικός — ή, όν, Α [φράτρα / φρατρία] φρατριατικός* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”